Εγγύηση Του Φιλότιμου
Ο Όμαρ διατηρούσε ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση στον Αμπού Δαρ. Τι γίνεται όμως όταν πρόκειται για νόμους που πρέπει να εφαρμοστούν μη επιλεκτικά.
Ενώ ο χαλίφης Όμαρ εκτελούσε τις καθημερινές του εργασίες, δυο νεαροί που κρατούσαν έναν άνδρα βεδουίνο εμφανίστηκαν μπροστά του.
– Αυτός σκότωσε τον πατέρα μας, είπε ένας από τους νεαρούς.
– Τον σκότωσες; Ρώτησε ο Όμαρ τον βεδουίνο.
– Ναι, απάντησε ο βεδουίνος.
– Και πως τον σκότωσες; Ρώτησε πάλι ο Όμαρ.
– Μπήκε με την καμήλα του στο κτήμα μου, του ζήτησα να βγει εκτός, δε βγήκε, του έριξα μια πέτρα που τον πέτυχε στο κεφάλι, κι έτσι σκοτώθηκε.
Ο Όμαρ αντιμετώπισε μια υπόθεση με φανερά στοιχεία: πρόκειται για μια δολοφονία από πρόθεση, έτσι αμέσως εξέδωσε την απόφαση του:
-Φέρτε το δράστη για τιμωρία.
Ο άνδρας όμως παρακάλεσε τον Όμαρ να τον αφήσει να αποχαιρετήσει την γυναίκα και τα παιδιά του που μένουν στη Σαχάρα.
– Σου ορκίζομαι: Δεν έχουν άλλο τροφοδότη, εκτός από τον Αλλάχ και μετά εμένα
-Και ποιος σε εγγυάται μέχρι την επιστροφή σου; Ρώτησε ο χαλίφης.
Μια μεγάλη σιωπή επικράτησε, η εγγύηση ήταν πολύ σοβαρή, ο άνδρας ήταν άγνωστος για όλους, κανένας δεν ήξερε από πού είναι και που μένει, ούτε ποια είναι η φυλή του. ’λλωστε δεν πρόκειται για ένα χρηματικό ποσό, ούτε για ένα κτήμα, ήταν θανατική ποινή!
Οι παρόντες σιώπησαν όλοι, ο Όμαρ βρέθηκε σε δίλλημα, δεν μπορούσε να μην εφαρμόσει το νόμο, από την άλλη δεν γινόταν να αφήσει τα παιδιά του δράστη να πεθάνουν από την πείνα.
Ο Όμαρ έσκυψε το κεφάλι του, κοίταξε τους δυο νεαρούς και τους ρώτησε:
– Μήπως τον συγχωρείτε;
– Όχι, όποιος σκότωσε τον πατέρα μας πρέπει να τιμωρηθεί, είπαν.
Ο Όμαρ ρώτησε πάλι:
-Ποιος εγγυάται αυτόν τον άνδρα;
Τότε σηκώθηκε ο Αμπού Δαρ, ένας ηλικιωμένος σύντροφος του Προφήτη, και είπε:
-Εγώ τον εγγυούμαι, χαλίφη.
Ο Ομάρ όμως ήθελε τα πράγματα να είναι πιο ξεκάθαρα, έτσι είπε στον Αμπού Δαρ:
-Αυτός όμως σκότωσε!
-Το ξέρω χαλίφη, απάντησε ο ηλικιωμένος σύντροφος.
-Τον ξέρεις προσωπικά; Τον ρώτησε ο Όμαρ.
-Όχι, δεν τον ξέρω.
– και τότε πως τον εγγυάσαι;
– Είδα πως έχει το χαρακτήρα των πιστών, κι έτσι κατάλαβα ότι δεν λέει ψέματα, και θα επιστρέψει αύριο, πρώτα ο Θεός.
– Νομίζεις ότι αν δεν έρθει θα σε αφήσω;
– Ο Αλλάχ είναι ο βοηθός. Κατάληξε ο Αμπού δαρ.
Ο Όμαρ έδωσε τρείς μέρες προθεσμία στο βεδουίνο ώστε να αποχαιρετίσει την οικογένεια του και να την εξασφαλίσει οικονομικά.
Παράλληλα δεν ξέχασε το ζήτημα, μετρούσε τις στιγμές της κάθε μέρας
Την Τρίτη μέρα, κάλεσε τον κόσμο, παρόντες ήταν οι δυο νεαροί, και ο Αμπού Δαρ.
– Που είναι ο άνδρας; Ρώτησε ο Όμαρ τον Αμπού Δαρ.
– δεν ξέρω. Απάντησε.
Ο Αμπού Δαρ κοιτούσε τον ήλιο, φαινόταν να περνούσε πιο γρήγορα από ό,τι συνηθιζόταν.
Οι άλλοι σύντροφοι ήταν κι αυτοί συγκλονισμένοι, όλοι ήταν σιωπηλοί.
Ο Όμαρ διατηρούσε ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση στον Αμπού Δαρ, εδώ όμως πρόκειται για νόμους που δε γίνεται να μη εφαρμοστούν ή να εφαρμοστούν επιλεκτικά.
Λίγα λεπτά πριν τη δύση ο άνδρας εμφανίστηκε, ο Όμαρ φώναξε: «Αλλάχ ’κμπαρ», μαζί φώναξαν και οι παρόντες.
-Αν έμενες στη Σαχάρα δεν θα καταλαβαίναμε που είσαι, είπε ο Όμαρ με θαυμασμό στο βεδουίνο.
– Δεν φοβάμαι αν θα ξέρεις που είμαι, αλλά υπολογίζω τη δέσμευση μου μπροστά στον Αλλάχ που ξέρει τα μυστικά και το αόρατο. Έτσι άφησα τα παιδιά μου σαν μικρά πουλιά στη Σαχάρα χωρίς νερό και διατροφή και ήρθα πίσω για να τιμωρηθώ.
Ο Όμαρ στάθηκε και ρώτησε τους γιους του δολοφονημένου άνδρα:
-Τι λέτε;
– Τον συγχωρούμε χαλίφη, επειδή ήταν φιλαλήθης.
-Αλλάχ ’κμπαρ, φώναξε ο Όμαρ. Τα δάκρυα του έβρεχαν τα γένια του.
– Να σας ευλογήσει ο Αλλάχ για την συγχώρηση σας, είπε στους νεαρούς.
– Κι σένα ’μπου Δαρ, που βοήθησες τον άνθρωπο στο δύσκολο καιρό του.
– Και σένα βεδουίνε για την ειλικρίνεια και το φιλότιμο σου.