Ο Αμπού αλ Άς ήρθε στον Προφήτη, ειρήνη σ’αυτόν, πριν την περίοδο της προφητικής του αποστολής και του είπε:
– Θέλω να παντρευτώ την μεγάλη σου κόρη, την Ζάιναμπ.
Ο Προφήτης του απάντησε:
– Δεν μπορώ να συμφωνήσω εάν δεν πάρω πρώτα την άδειά της.
Τότε ο Προφήτης πήγε να βρει την κόρη του και τη ρώτησε:
– Ο ξάδελφός σου ζητάει το χέρι σου. Τον δέχεσαι ως σύζυγο;
Η Ζάιναμπ χαμογέλασε και το πρόσωπό της κοκκίνησε…
Παντρεύτηκαν και ο Αλλάχ τους χάρισε δυο παιδιά.
Στην συνέχεια, όταν ο Προφήτης ξεκίνησε να λαμβάνει αποκάλυψη από τον Αλλάχ, προέκυψε μεταξύ τους ένα θέμα σχετικό με την πίστη.
Ο Αμπού αλ Ας, που βρίσκονταν σε ταξίδι, επέστρεψε και βρήκε την γυναίκα του να έχει ασπαστεί το Ισλάμ.
Αυτή του είπε, «Έχω μια πολύ σημαντική είδηση να σου ανακοινώσω.»
Εκείνος έφυγε χωρίς να αποκριθεί.
Η Ζάιναμπ αιφνιδιάστηκε από την αντίδραση του άνδρα της. Τον ακολούθησε λέγοντας:
– Ο πατέρας μου έλαβε θεϊκή αποκάλυψη και έγινε Προφήτης κι εγώ ασπάστηκα το Ισλάμ.
Ο σύζυγος της είπε:
– Ας με ενημέρωνες πρώτα.
Η Ζάιναμπ απάντησε:
– Μα δεν γινόταν να απορρίψω τον πατέρα μου. Είναι ο ειλικρινής, ο έμπιστος. Και δεν είμαι η μόνη που ασπάστηκα το Ισλάμ. Είναι και η μητέρα μου και τα αδέρφια μου. Είναι κι ο ξάδερφος μου ο Άλι μπιν Αμπι Τάλιμπ. Όπως και ο ξάδερφός σου ο Ουθμάν μπιν Αφφάν. Και ακόμα, ο φίλος σου ο Αμπού Μπακρ.
Ο Αμπού αλ Ας είπε:
– Εγώ όμως δεν θέλω ο κόσμος να πει πως απογοήτευσα τους ανθρώπους μου και απαρνήθηκα τους προγόνους μου προκειμένου να ικανοποιήσω τη γυναίκα μου. Δεν κατηγορώ τον πατέρα σου, αλλά κατάλαβέ με και έλα στη θέση μου.
Η Ζάιναμπ του είπε:
– Και ποιος θα σε καταλάβει αν δεν το κάνω εγώ; Αλλά είμαι η γυναίκα σου και θέλω να σε βοηθήσω ώστε να δεις την αλήθεια και να την ασπαστείς.
Η Ζάιναμπ έμεινε πιστή και αφοσιωμένη στον άνδρα της για είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Όσο για τον Αμπού αλ Ας, εξακολούθησε να αρνείται το Ισλάμ.
Στη συνέχεια οι Μουσουλμάνοι μετοίκησαν στη Μαντίνα. Η Ζάιναμπ ζήτησε άδεια από τον Προφήτη να μείνει με τον άνδρα της και αυτός συμφώνησε.
Έμεινε λοιπόν στη Μέκκα μέχρι τη μάχη της Μπάντρ, όταν ο άνδρας της αποφάσισε να πολεμήσει εναντίον του Προφήτη, στο πλευρό των Κουραϊσιτών.
Η Ζάιναμπ βρέθηκε σε πραγματικά δύσκολη θέση: ο άνδρας της να πολεμάει τον πατέρα της. Μέσα στη δυστυχία της στρέφονταν στον Αλλάχ, «Ω Αλλάχ! Φοβάμαι μη ξημερώσει η μέρα που θα ορφανέψει το παιδί μου ή θα χάσω τον πατέρα μου…»
Ο Αμπού αλ Ας, πήρε μέρος στη μάχη. Η μάχη τέλειωσε και αυτός βρέθηκε αιχμάλωτος των Μουσουλμάνων. Τα νέα για την έκβαση της μάχης έφτασαν στη Μέκκα οπού βρισκόταν η Ζάιναμπ. Εκείνη ρώτησε:
– Τι έκανε ο πατέρας μου;
– Οι Μουσουλμάνοι νίκησαν, την πληροφόρησαν.
Η Ζάιναμπ ρίχτηκε στο έδαφος ευχαριστώντας τον Αλλάχ για αυτό το χαρμόσυνο νέο. Στην συνέχεια ρώτησε:
– Και τι έκανε ο άνδρας μου;
– Τον έχει αιχμάλωτο ο πεθερός του, της απάντησαν.
– Τότε θα στείλω λύτρα να τον απελευθερώσουν, είπε αυτή.
Δεν είχε στην κατοχή της τίποτα πολύτιμο το οποίο θα μπορούσε να στείλει ως αντάλλαγμα για την ελευθερία του άνδρα της, εκτός από το περιδέραιο που φόραγε. Ήταν της μητέρας της, της Χαντίτζα. Το έβγαλε λοιπόν από τον λαιμό της και το έστειλε στον Προφήτη ως λύτρα μαζί με τον αδελφό του άνδρα της.
Καθώς ο Προφήτης, ειρήνη σ’αυτόν, απελευθέρωνε τους αιχμαλώτους δεχόμενος λύτρα, είδε το περιδέραιο της Χαντίτζα.
– Ποιανού λύτρα είναι αυτό; ρώτησε.
– Του Αμπού αλ Ας μπιν αλ Ράμπιε, του απάντησαν.
– Είναι της Χαντίτζα, είπε ο Προφήτης κλαίγοντας.
Έπειτα σηκώθηκε και είπε στους συντρόφους του:
– Ω κόσμε. Αυτός ο άντρας ήταν ένας άξιος γαμπρός. Μήπως δέχεστε να τον ελευθερώσετε και να επιστρέψετε στη σύζυγό του το περιδέραιό της ;
– Ναι, Προφήτη του Αλλάχ, απάντησαν πρόθυμα οι σύντροφοι του.
Ο Προφήτης, ειρήνη σ’αυτόν, επέστρεψε το περιδέραιο στον αδελφό του γαμπρού του λέγοντας:
– Πες στη Ζάιναμπ να προσέχει το περιδέραιο της Χαντίτζα.
Και απευθυνόμενος στον γαμπρό του, είπε:
– Να μιλήσουμε ιδιαιτέρως οι δυο μας; ο Αλλάχ διέταξε να χωρίσει η Μουσουλμάνα γυναίκα τον άπιστο άνδρα της. Μου επιστρέφεις λοιπόν την κόρη μου;
– Ναι, είπε ο Αμπού αλ Ας.
Η Ζάιναμπ υποδέχτηκε τον άνδρα της στις παρυφές της Μέκκας. Όταν την είδε της είπε:
– Θα πας στον πατέρα σου.
– Γιατί; ρώτησε αυτή.
– Γιατί χωρίζουμε.
– Μήπως θέλεις να με συνοδέψεις και να ασπαστείς το Ισλάμ;
Εκείνος αρνήθηκε για άλλη μια φορά.
Η Ζάιναμπ πήρε τα παιδιά της και έφυγε για την Μαντίνα.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, διάφοροι υποψήφιοι γαμπροί την ζήτησαν σε γάμο. Αυτή τους απέρριψε ελπίζοντας πως ο άνδρας της θα επιστρέψει κάποια στιγμή σ’αυτήν.
Έξι χρόνια αργότερα ο Αμπού αλ Ας ξεκίνησε με ένα εμπορικό καραβάνι από τη Μέκκα με προορισμό την Συρία. Mια ομάδα Μουσουλμάνων που έτυχε να βρίσκονται στην περιοχή από την οποία πέρναγε το καραβάνι, απήγαγαν τους συνοδοιπόρους του μαζί με τα εμπορεύματα τους, ο Αμπού αλ Ας ωστόσο κατάφερε να δραπετεύσει.
Κατευθύνθηκε μόνος του προς την Μαντίνα. Όταν έφτασε, βρήκε το σπίτι της Ζάιναμπ και χτύπησε την πόρτα. Ήταν χαράματα. Οι Μουσουλμάνοι δεν είχαν κάνει ακόμα την πρωινή προσευχή. Όταν τον είδε τον ρώτησε:
– Ήρθες ως Μουσουλμάνος;
– Όχι. Ήρθα ζητώντας καταφύγιο, της απάντησε.
– Μήπως θέλεις να ασπαστείς το Ισλάμ; ρώτησε.
– Όχι, απάντησε εκείνος.
– Μην φοβάσαι. Είσαι καλοδεχούμενος, ξάδερφε και πατέρα των παιδιών μου.
Όταν ο Προφήτης και οι Μουσουλμάνοι εκτέλεσαν την πρωινή προσευχή, ακούστηκε μια φωνή από την πίσω μεριά του τζαμιού.
– Έδωσα άσυλο στον Αμπού αλ Ας.
– Ακούσατε αυτό που άκουσα; ρώτησε ο Προφήτης τους συντρόφους του.
– Ναι, Προφήτη του Αλλάχ, απάντησαν αυτοί.
– Ω Προφήτη του Αλλάχ, ο Αμπού αλ Ας είναι όχι μόνο ξάδελφος μου μα και πατέρας των παιδιών μου. Δεσμεύτηκα να του παρέχω άσυλο, είπε η Ζάιναμπ.
Ο Προφήτης σηκώθηκε και απευθύνθηκε σε όσους ήταν παρόντες λέγοντας:
– Ω κόσμε. Αυτός ο άντρας έχει αποδειχτεί άξιος γαμπρός. Αυτός ο άντρας μου μίλησε και ήταν ειλικρινής. Δεσμεύτηκε απέναντί μου και παρέμεινε συνεπής στην δέσμευσή του. Οπότε, εάν δεχόσασταν να του δώσετε πίσω τα υπάρχοντά του και να τον αφήσετε να επιστρέψει στην πατρίδα του, αυτό για μένα θα ήταν η πιο συνετή επιλογή. Εάν όμως δεν συμφωνήσετε, τότε το θέμα είναι στα χέρια σας και το δίκαιο είναι με το μέρος σας και δεν σας επιπλήττω για αυτό.
– Θα του δώσουμε πίσω τα υπάρχοντά, απάντησαν οι σύντροφοί του.
– Δώσαμε άσυλο κι εμείς σ’αυτόν που έδωσες άσυλο Ζάιναμπ, είπε ο Προφήτης και στη συνέχεια πήγε στο σπίτι της και την συμβούλεψε:
– Ω Ζάιναμπ, να του φέρεσαι καλά. Είναι ο ξάδελφος σου και ο πατέρας των παιδιών σου. Αλλά μην σε πλησιάσει γιατί δεν επιτρέπεται.
– Μάλιστα, Προφήτη του Αλλάχ, αποκρίθηκε η Ζάιναμπ.
Μπήκε στο σπίτι της τότε και είπε στον Αμπού αλ Ας:
– Ω Αμπού αλ Ας, θέλεις να ασπαστείς το Ισλάμ και να μείνεις μαζί μας; ή μήπως σου είναι πιο εύκολο να είσαι μακριά μας;
Ο Αμπου αλ Ας αρνήθηκε ξανά την πρότασή της.
Πήρε τα υπάρχοντά του και αναχώρησε για τη Μέκκα. Όταν έφτασε, απευθύνθηκε στους Κουραϊσίτες λέγοντας:
– Ω κόσμε. Να τα λεφτά σας. Μήπως έχετε ακόμα κανέναν ανοιχτό λογαριασμό μαζί μου;
– Όχι, τήρησες τη δέσμευση σου στο έπακρο.
– Λοιπόν, τότε μαρτυρώ πως δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός από τον Αλλάχ και πως ο Μουχάμμαντ είναι ο Προφήτης του Αλλάχ.
Ο Αμπού αλ Ας κατευθύνθηκε στη Μαντίνα στην οποία και έφτασε το επόμενο πρωί.
Συνάντησε τον Προφήτη και του είπε:
– Ω Προφήτη του Αλλάχ, χθες μου έδωσες άσυλο και σήμερα ήρθα να μαρτυρήσω πως δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός από τον Αλλάχ και πως είσαι ο Προφήτης του Αλλάχ.
Ο Αμπού αλ Ας είπε στην συνέχεια στον Προφήτη:
– Ω Προφήτη του Αλλάχ, μου επιτρέπεις να επιστρέψω στη Ζάιναμπ;
– Έλα μαζί μου, του είπε ο Προφήτης.
Πήρε τον Αμπού αλ Ας και πήγε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της Ζάιναμπ.
– Ω Ζάιναμπ, ο ξάδελφος σου ήρθε σήμερα ζητώντας μου άδεια να είστε πάλι μαζί. Τον δέχεσαι;
Το πρόσωπο της Ζάιναμπ κοκκίνησε και πάλι… χαμογέλασε.
Ένα χρόνο μετά η Ζάιναμπ πέθανε. Ο Αμπού αλ Ας την έκλαψε με μεγάλη πίκρα.
Ο κόσμος είδε τον Προφήτη, ειρήνη σ’αυτόν, να τον παρηγορεί προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. Ο Αμπού αλ Ας επαναλάμβανε:
– Ορκίζομαι, Προφήτη του Αλλάχ, δεν θα αντέξω να συνεχίσω να ζω χωρίς τη Ζάιναμπ.
Ένα χρόνο αργότερα, πέθανε κι εκείνος.