Thursday, April 25, 2024
Γυναίκα

Ένας χρόνος φορώντας τη μαντίλα (διηγήσεις μίας νέας Μουσουλμάνας)

 
                                          Μέρος 1: Πώς οδηγήθηκα στο Ισλάμ
 
“Ήμασταν άνθρωποι ντροπιασμένοι και ο Θεός (Αλλάχ) μας έδωσε αξιοπρέπεια με το [να μας οδηγήσει στο] Ισλάμ. Αν ψάχνουμε τιμή σε οτιδήποτε άλλο απ’αυτό με το οποίο ο Αλλάχ μας τίμησε, θα μας ατιμώσει”.
 (Όμαρ Ιμπν αλ Χάτταμπ, πηγή: αλ Μουσταντρακ 214)
Το ισλαμικό μαντήλι που οι γυναίκες Μουσουλμάνες φοράνε είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό κομμάτι ύφασμα το οποίο κρύβει τα μαλλιά τους και τις κάνει εύκολα αναγνωρίσιμες ως ακόλουθους της συγκεκριμένης θρησκείας.
Κατά την πορεία του πνευματικού μου ταξιδιού, ως νέα Μουσουλμάνα, υπήρξαν πολλά στάδια από τα οποία πέρασα μέχρι να φορέσω το μαντήλι, πράγμα το οποίο ήθελα να κάνω από την αρχή, μα δίσταζα λόγω των κοινωνικών νορμών που επικρατούν στο μέρος στο οποίο ζω.
Πριν όμως συνεχίσω στις παρατηρήσεις μου σχετικά με την “ζωή μετά το χιτζάμπ” και τα όσα έμαθα φορώντας το, θεώρησα πως θα ήταν καλό να διηγηθώ εν συντομία πώς οδηγήθηκα σ’αυτήν την τόσο όμορφη και άλλο τόσο παρεξηγημένη θρησκεία, το Ισλάμ…
Μεγαλωμένη στην Ευρώπη και γαλουχημένη με τις φιλοσοφίες της περί ζωής γενικότερα και Θεού ειδικότερα, αν και άτομο με πολλές υπαρξιακές ανησυχίες και δίψα για γνώση, είχα καταλήξει να θεωρώ τον εαυτό μου αυτό που λένε, “ορκισμένη άθεη”.
Κλείνοντας την πρώτη εικοσαετία της ζωής μου ωστόσο, οι αναζητήσεις μου πήραν άλλη στροφή…Ύστερα από την επαφή μου με την κβαντική φυσική ( στην εκλαϊκευμένη εκδοχή της, μιας και δεν έχω σχέση με το αντικείμενο), τα θεμέλια πάνω στα οποία είχα χτίσει την κοσμοθεωρία μου άρχιζαν να κλονίζονται σοβαρά. Άρχισα να πιστεύω στον Θεό, τον Δημιουργό και Κύριο των πάντων.
Ακολούθησαν σχεδόν τρία χρόνια έντονης αναζήτησης και ταξιδιών, όπου καταβρόχθιζα το ένα βιβλίο μετά το άλλο ψάχνοντας απαντήσεις. Από τον Βούδα και τον Ηράκλειτο, μέχρι τις Ουπανισάδες και την εβραϊκή Καμπάλα, η ανάγκη μου να μάθω για τον Δημιουργό μου είχε γίνει δυνατότερη από την διανοητική απόλαυση την οποία αντλούσα απ’όλα αυτά τα “αναγνώσματα”.
Άρχισα να ταξιδεύω πιο εντατικά, και εκτός Ευρώπης πια. Μόνη μου, με ένα σχολικό σάκο χωρίς να ξέρω που πάω και τι μου ξημερώνει. Ζήταγα από τον Θεό να με οδηγήσει, άφωνα, ειλικρινά και απεγνωσμένα.
Σε κάθε μου ανάσα, η πίστη μου και η βεβαιότητα μου για την μοναδικότητα και την  παντοδυναμία Του γινόταν όλο και μεγαλύτερη.
Ψάχνοντας για ένα βιβλίο ποίησης στα αγγλικά, στο υπόγειο ενός βιβλιοπωλείου σε μια ισλαμική χώρα , έπεσα πάνω σε μια αγγλική μετάφραση του Κορανίου, με εισαγωγή προορισμένη για τον δυτικό αναγνώστη και σχολιασμό, την οποία “έτυχε” να μου έχει προτείνει μια φίλη Μουσουλμάνα.
Δεν χρειάστηκε πολύ για να αντιληφθώ πως το βιβλίο που κράταγα στα χέρια μου δεν ήταν σαν όλα τα υπόλοιπα βιβλία… Από την πρώτη κιόλας σελίδα δεν υπήρχε μέσα μου πια καμία αμφιβολία πως αυτό που κράταγα στα χέρια μου δεν ήταν παρά η Αλήθεια, σταλμένη από τον Κύριό μου και η απάντηση στις προσευχές μου.
Ένα μήνα μετά, επέστρεψα στην γενέτειρα μου… Μουσουλμάνα.
Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν απαιτητικοί. Παράλληλα με το να επαναπροσδιορίζω τον εαυτό μου, την περισσότερη ενέργειά μου δαπανούσα στην προσπάθειά να ανακτήσω τις ισορροπίες με το οικογενειακό και κοινωνικό μου περιβάλλον.
Αυτό που με βασάνιζε περισσότερο ωστόσο, ήταν το ότι ήθελα με όλη μου την καρδιά να φορέσω το μαντήλι, αλλά φοβόμουν τι θα πει ο κόσμος.